“Η Καμπάνα του Μερκούρη” της Κατερίνας Σιάννη

kampana

Η   ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΜΕΡΚΟΥΡΗ

Ο Σεπτέμβρης είχε μπει στην τελευταία του βδομάδα. Ο καιρός καταπληκτικός. Ο ήλιος  καλοκαιρινός, η ατμόσφαιρα διαυγής και λαγαρή. Οι ζημιάρηδες άνεμοι αφού έκαναν ήδη τις καταστροφές τους, τώρα ήταν σε διακοπές. Το λιμάνι της Σύμης γεμάτο με κάθε είδους πλεούμενο. Ο κόσμος γέμιζε τα καφέ και τις ταβέρνες. Με δυο λόγια περισσότερο έμοιαζε να είναι δεκαπενταύγουστος παρά προχωρημένο Φθινόπωρο.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουνα το νησί. Από το 2004 κάθε χρόνο έκανα την βόλτα μου μέχρις εκεί. Πάντα ακολουθούσα την κλασσική ημερήσια διαδρομή. Πανορμίτης και Σύμη. Φέτος όμως η παρέα μου από τη Ρόδο με καταγωγή Συμιακή, με φιλοξένησε σ’ ένα καταπληκτικό πέτρινο δίπατο σπίτι στο Πιτίνι.

Δεν χόρταινα να κοιτάζω τα χρώματα του λιμανιού όλες τις ώρες της ημέρας.   Χάζευα με τις ώρες την κίνηση των πλεούμενων που έμπαιναν και έβγαιναν στο λιμάνι κάνοντας απίστευτες μανούβρες . Ξετρελάθηκα όταν το καράβι της γραμμής «έπιασε» στο λιμάνι και κάνοντας μανούβρα,  ο καπετάνιος στη γέφυρα βρέθηκε πολύ κοντά στο μπαλκόνι μας όπου πίναμε το απογευματινό μας καφεδάκι.

Αυτή τη φορά η διαδρομή που ακολούθησα ήταν αντίστροφη. Νοικιάσαμε αυτοκίνητο και πολύ πρωί πριν φτάσουν τα καράβια απ’ τη Ρόδο βρεθήκαμε στον Πανορμίτη. Αυτή την εικόνα θέλω να έχω μέσα μου όταν σκέφτομαι τον Πανορμίτη. Ηρεμία, γαλήνη, γαλάζιο ουρανού και θάλασσας, άσπρο του μοναστηριού και ο ήχος της καμπάνας που μας καλωσόριζε.

Αφού η ψυχή μας γέμισε και αφού εφοδιαστήκαμε με τα φοβερά κουλούρια του φούρνου, φύγαμε . Θα ήταν κρίμα να χάσουμε το μπάνιο μας μια τόσο καταπληκτική μέρα. Έτσι καταλήξαμε στην κοντινότερη στον Πανορμίτη παραλία, έναν στενό όρμο στα νότια του νησιού την Μαραθούντα.

Παρκάραμε κάτω από ένα μεγάλο πεύκο ενοχλώντας τα κατσίκια που έβοσκαν ελεύθερα παντού. Φάνηκαν εξοικειωμένα με τους επισκέπτες, εμάς και άλλα δυο αυτοκίνητα που έφτασαν μετά από μας.

Κατεβαίνοντας στην μικροσκοπική  παραλία, υπήρχε ένα μικρό, πολύ περιποιημένο ταβερνάκι, ένας μικρός ξενώνας, τρία τέσσερα σπίτια στα χαμηλά κι ένα πάνω στο βράχο που έμοιαζε να κατοπτεύει  και τον μικρό όρμο και το πέλαγος.

Πριν πατήσουμε τον ξύλινο διάδρομο που οδηγούσε στο ταβερνάκι, είδαμε μπροστά μας μια εικόνα καταστροφής. Δυο τρεις βάρκες διαμελισμένες κοίτονταν στα χαλίκια της ακτής. Πρέπει να ήταν λυσσαλέο και μανιασμένο το θηρίο που έφερε αυτή την καταστροφή. Δίπλα στα ξύλινα και πλαστικά απομεινάρια ένας παππούς, αδύνατος και πολύ ηλιοκαμένος  καθότανε και κοίταζε τη θάλασσα. Όταν μας είδε γύρισε προς εμάς. Η  φίλη μας που είχε μεγαλώσει στη Σύμη τον γνώρισε και του μίλησε με το μικρό του όνομα. Ο κυρ Μερκούρης χάρηκε που μας είδε, ενθουσιάστηκε όταν η φίλη μας του συστήθηκε κι άρχισε να μας περιγράφει με πόση μανία ο σορόκος  χτύπησε αλύπητα την περιοχή, καταστρέφοντας τα πάντα, περιγράφοντας εκφραστικά και σε άπταιστα συμιακά  την απελπισία του. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε ξανασυμβεί να γίνει καταστροφή σ’ αυτό το φυσικό απάγγειο λιμανάκι. Εκτός απ’ τα κατσίκια που έφταναν μέχρι το κύμα γλείφοντας τα κρόκαλα του γιαλού, ένα μεγάλο κοπάδι σφήκες μας εμπόδιζαν να φτάσουμε στο νερό.

Τα νερά ήταν γάργαρα και διάφανα. Το τοπίο καταπληκτικό. Γύρω -γύρω  βράχοι και στα δεξιά μας μικρές σπηλιές. Όταν βγήκαμε δεχτήκαμε νέα επίθεση απ’ τις σφήκες που ενοχλήθηκαν, όπως φαίνεται, απ’ την παρουσία μας. Ο κυρ Μερκούρης είχε πάει στην άλλη άκρη της παραλίας και στεκόταν κάτω από μια μεγάλη συκιά που ήταν φυτεμένη στην άκρη του τοίχου μιας μικρής, κάτασπρης εκκλησίας. Τον πλησιάσαμε και ρωτήσαμε τι μοναστηράκι ήταν. Ο Αη Γιάννης ο Πρόδρομος μας είπε και μας προσκάλεσε μέσα. Είμαστε με το μαγιό, του είπαμε. Δεν πειράζει, μας προέτρεψε, ο άγιος δε βλέπει, μόνο εγώ βλέπω, μας απάντησε γελώντας.

Είχε χτίσει το μοναστηράκι με τα χεράκια του. Ήταν πολύ περιποιημένο, πλούσια στολισμένο και καλοσυντηρημένο. Πάνω απ΄ την πόρτα της αυλής  υπήρχε ένα  καμπαναριό και μια καμπάνα αρκετά μεγάλη δέσποζε στην κάτασπρη περίφραξη της εκκλησίας. Βγαίνοντας, εξέφρασα τον θαυμασμό μου για την καμπάνα. Ο κυρ Μερκούρης τότε με ρώτησε αν βλέπω τι γράμματα  ήταν χαραγμένα πάνω στην καμπάνα. Θες η αντηλιά, θες η πρεσβυωπία μου, νόμισα ότι τα γράμματα ήταν ρώσικα. Μόλις το άκουσε τρελάθηκε. Τι ρώσικα, στραβή είσαι, με αποπήρε. Για κοίτα τα καλύτερα, με προέτρεψε. Κινέζικα είναι, με μάλωσε. Πράγματι, προσέχοντας περισσότερο, είδα ότι τα γράμματα ήταν  κινέζικα.

Καλά, του είπα ξαφνιασμένη, κινέζικη καμπάνα δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει. Πόσο μάλλον ότι βρέθηκε εδώ στην άκρια της Ελλάδας.

Είναι από το τελευταίο καράβι που δούλεψα. Μας είπε. Το καράβι καταστράφηκε στην Κίνα και ο πλοιοκτήτης το πούλαγε κομμάτι – κομμάτι. Τότε κι εγώ του είπα να μου δώσει την καμπάνα. Κι εκείνος μου τη χάρισε. Έτσι έφερα την  καμπάνα στο μοναστηράκι μου.

 Καλά κυρ Μερκούρη, τον ρώτησα, τόσο βαρύ πράγμα, πως το μετέφερες από τόσο μακριά, απόρησα εύλογα.

Τότε ενοχλημένος απ΄ την περιέργειά μου, με κατακεραύνωσε, θεωρώντας σαν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο το να κουβαλάς μια καμπάνα απ’ την Κίνα :

Εγώ την κουβάλησα ; Το αεροπλάνο την κουβάλησε.

Φύγαμε για τη Σύμη για να προλάβουμε το καράβι που θα μας γύριζε στη Ρόδο.

Αφήσαμε στην γαλήνη, την ηρεμία και τη ρουτίνα της την Μαραθούντα. Σε λίγες μέρες θα έπεφτε η αυλαία του καλοκαιριού και θάπρεπε να περάσουν εννιά ολόκληροι μήνες μέχρι να ξαναπάρει την τουριστική της μορφή.

Μαζί με τις όμορφες εικόνες, το μαγευτικό τοπίο, τη γαλήνη και την ηρεμία που αφήσαμε πίσω μας, εγώ άφησα κι ένα κομμάτι της ψυχής μου που γέμισε  απ’ όλα όσα έζησα αυτές τις δυο μέρες στη Σύμη.

 Αυτό όμως που κατάλαβα ήταν ότι κατά βάθος ζήλεψα τόσο την ομορφιά του τοπίου  όσο και την ομορφιά του ανθρώπου.

Πόσο θάθελα  να νοιώσω έστω και για μια στιγμή την απλότητα της σκέψης, την απόλυτη πληρότητα και  την ολύμπια γαλήνη του κυρ Μερκούρη που ζώντας μια γεμάτη και πολυτάραχη ζωή, στα στερνά του άραξε στο πιο απάνεμο και όμορφο λιμανάκι του κόσμου, τη Σύμη, κουβαλώντας απ’ τα πέρατα του κόσμου τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις του που του τις θυμίζει κάθε φορά που χτυπάει η κινέζικη καμπάνα. 

                                                               Κατερίνα  Σιάννη

 

Διαβάστε επίσης

Κυριακή 04.02.2024: Κοπή πίτας του Συλλόγου. Δωρεάν για τα μέλη μας & επιπλέον επιδότηση για τους συναδέλφους της επαρχίας!

Αγαπητές και Αγαπητοί Συνάδελφοι, με χαρά  σας  προσκαλούμε να ανταμώσουμε το μεσημέρι της Κυριακής  0... Read More