Σκαραμαγκάς: Τα ξεχασμένα «μπάνια του λαού»

Μπορεί η έκφραση “Τα μπάνια του λαού” να καθιερώθηκε μεταπολιτευτικά εκφράζοντας έτσι την πρόθεση των κυβερνήσεων να μεταφέρουν χρονικά την ανακοίνωση δύσκολων οικονομικών μέτρων για το φθινόπωρο, αφήνοντας τον λαό να απολαύσει απερίσπαστος τα καλοκαιρινά του μπάνια, ωστόσο δεν είναι καινούργια.

Πριν τη μεταπολίτευση “Μπάνια του λαού” χαρακτηρίζονται οι θάλασσες της δυτικής Αθήνας (Σκαραμαγκάς, Ασπρόπυργος, Ελευσίνα) στις οποίες το πολυπληθές εργατικό δυναμικό της περιοχής (Περιστέρι, Αιγάλεω, Χαϊδάρι κλπ) μπορεί να απολαύσει ένα γρήγορο καλοκαιρινό μπάνιο χωρίς να χρειαστεί να διανύσει μεγάλες αποστάσεις. Παρακάτω θα ασχοληθούμε με τη δημοφιλέστερη παραθαλάσσια ακτή της περιοχής, αυτή του Σκαραμαγκά.

Η θάλασσα του Σκαραμαγκά δεν αρχίζει στα καρότσια και στα τάπερ με κεφτεδάκια. Ο τόπος έχει μακρά μνήμη. Από την αρχαιότητα, εκεί στα χαμηλά του Κορυδαλλού, στις διαδρομές της Ιεράς Οδού και στα καρπερά εδάφη της Δήμητρας, οι ακτές της Ελευσίνας και του Σκαραμαγκά προσφέρονται για καθαρμούς, τελετές και αλάφρωμα σώματος και ψυχής. Στη νεότερη ιστορία της χώρας την ειδυλλιακή παραλία του Σκαραμαγκά επιλέγει για να “προσφέρει” στον εαυτό του τον ιδανικό θάνατο ο λογοτέχνης και διανοητής Περικλής Γιαννόπουλος σε ηλικία μόλις 41 ετών την άνοιξη του 1910. Μπαίνει στη θάλασσα καβάλα σε ένα λευκό άλογο και όταν βλέπει ότι αυτό δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, βγάζει ένα περίστροφο από την τσέπη και αυτοπυροβολείται στον κρόταφο.

Την ίδια περίπου εποχή ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας (Ιωάννης Οικονομόπουλος) στο ποίημα του “Σκαραμαγκάς” μιλά για ονειρεμένο λιμανάκι, βάρκες, καραβάκια και τράτες με παραγάδια αγκίστρια και πετονιές, γλυκόχρωμα γαλάζια νερά ενώ καταλήγει “…σμίγουν το χώμα, το χαλίκι κ’ οι γλάροι στο γλαυκό του αιθέρα/και νανουρίζεται η ψυχή μας στο κύμα αιθέρια και γλυκά”. Χρονογράφημα του 1920 χαρακτηρίζει τα νερά της περιοχής τόσο καθαρά ως “συνείδηση αγίου” :“Το πεδίον του Σκαραμαγκά είναι έρημον. Καμία κραυγή από λουόμενον, γυναικόκοκοσμον το καλοκαίρι εις τα καθαρά ως συνείδησην αγίου νερά της θαλάσσης με τα λάμποντα βότσαλα των γραφικών τόξων της ακτής”.

Μεταπολεμικά ο Σκαραμαγκάς αφήνει τη λογοτεχνική και ποιητική διάθεση και αρχίζει να αποτελεί το καλοκαιρινό λαϊκό αντίβαρο στις αστικές παραλίες της Φαληρικής ακτογραμμής, Οι κάτοικοι των γειτονικών, και όχι μόνο, δήμων μεταφέρονται εκεί με πούλμαν, αστικά λεωφορεία με δύο δραχμές εισιτήριο, και καρότσες φορτηγών γεμάτες δεκάδες στριμωγμένες οικογένειες και παρέες για να απολαύσουν την κυριακάτικη απόδραση τους. Άλλοι ξεκινούν με τα πόδια από την Ανθούπολη, τα Νέα Λιόσια και τη Νίκαια και άλλοι φτάνουν με τη γραμμή Αβέρωφ -Προύσσης.

Η “Ακρόπολις” του 1961 αναφέρει : “Ολόκληρος ο δυτικός πληθυσμός της Αθήνας εκδράμει εις τον Σκαραμαγκάν, όπως οι “ευγενείς” εις την Γλυφάδαν…”. Στους “μη ευγενείς” περιλαμβάνεται φυσικά και ο μεγάλος Γιώργος Ζαμπέτας που στη βιογραφία του “Βίος και Πολιτεία” γράφει για το τι γινόταν εκεί τη δεκαετία του 50: “Τότε ο Σκαραμαγκάς ήτανε η καλύτερη πλαζ και παίρναμε και τα όργανα και παίζαμε κιόλας. Τότε ο Σκαραμαγκάς ήτανε το μπάνιο, το καλό μπάνιο. Πεύκα, καθαρή λαμπερή θάλασσα, κοσμάκης, σούστες, αμάξια, ψαράκι…”.
Αντίστοιχες αναμνήσεις μεταφέρει και η Μαρίζα Κοχ :“Στο Ίδρυμα όταν ήμασταν μας είχαν πάει μια φορά στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και μας άφησαν να βάλουμε τα πόδια μας στα ρηχά. Οι μεγάλες γυναίκες και οι νοσοκόμες που μας πρόσεχαν φορούσαν μαγιό και κολυμπούσαν, και αυτό μου άρεσε. Άξαφνα ακούστηκε ένας φοβερός κρότος. Στο λεπτό έφτασαν τα νέα. Δύο καράβια συγκρούστηκαν στου Σκαραμαγκά. Σε λίγο μια στρατιά από αρρώστους του Ψυχιατρείου και παιδιά του Ιδρύματος ξεχύθηκε προς την παραλία κόβοντας την κυκλοφορία της λεωφόρου, που τότε ήταν χωματόδρομος. Φτάσαμε στην παραλία και είδαμε τα δύο καράβια κολλημένα σαν σαρδέλες, το ένα πλάι στο άλλο. Οι μεγάλοι ξεφώνιζαν κι εμείς τα μικρά βρήκαμε την ευκαιρία να τσαλαβουτήσουμε τα πόδια μας στη θάλασσα…”.

(Οι πρώτες εικόνες εγκατάλειψης της παραλίας από τους λουόμενους τη δεκαετία του 70.)

Η πλαζ του Σκαραμαγκά δεν είναι απλά μια παραλία αλλά ένα λαϊκό προσκύνημα της φτωχολογιάς. “Ολόκληρος ο δυτικός πληθυσμός της Αθήνας εκδράμει εις τον Σκαραμαγκάν, όπως οι “ευγενείς” εις την Γλυφάδαν…”» σημειώνουν οι εφημερίδες. Η παραλία φτάνει μέχρι τα ναυπηγεία που εμφανίζονται στα τέλη του 50, και οι λουόμενοι κολυμπούν ανάμεσα σε μικρές βάρκες με φόντο τα πλοία της γραμμής, ενώ στην αμμουδιά κάθονται οικογένειες με κεφταδάκια φρούτα και σαλάτες, αξιοποιώντας για ίσκιο σεντόνια και κουβέρτες. Οι πιο τυχεροί γεμίζουν τα πολλά ταβερνάκια που υπάρχουν στην παραλία.

Ο πεζογράφος Μ. Καραγάτσης θα γράψει στον “Γιούγκερμαν” γι αυτά “ Ήταν εκεί κάτι ταβέρνες, που παρίσταναν τα κέντρα πολυτελείας, που πουλούσαν τα τηγανητά μπαρμπούνια και τον μποτιλιαρισμένο σταφιδίτη σε τιμές αστρονομικές. Είχαν και κάτι “αίθουσες διά οικογενείας” με μοναδική επίπλωση ένα ντιβάνι ξεχαρβαλωμένο από τ’ αμέτρητα αγκαλιάσματα της πελατείας”.

Ήδη όμως τα μέσα της δεκαετίας του 60 οι αλλαγές στο βιομηχανικό περιβάλλον της περιοχής έχουν άμεση αντανάκλαση στη ζωή και τις συνήθειες των ανθρώπων. Οι λουόμενοι εκτός από ήλιο μαζεύουν πλέον και πίσσα, με την άγνοια των κινδύνων για την υγεία τους να κάνει τα πράγματα χειρότερα αφού προσπαθούν να ξεπλυθούν σπίτι με απορρυπαντικό ή πετρέλαιο… Οι απόπειρες για λίγη Κυριακάτικη δροσιά απαιτούν πια ισχυρές δόσεις ηρωισμού και αφέλειας. Οι Κυριακάτικες εκδρομές στο Σκαραμαγκά αρχικά αραιώνουν και στη συνέχεια σταματούν και το καλοκαιρινό μπάνιο γίνεται ανάμνηση για τους ανθρώπους της δυτικής Αθήνας, αφού οι άλλοι προορισμοί είναι πολύ πιο μακριά.

Ως νοσταλγικό επίλογο επιλέγουμε το παρακάτω σχετικά άγνωστο τραγούδι του 1950 των Ι. Αλεξιάδη και Νάσου Φακίδη που μας μεταφέρει σε μια εποχή της περιοχής που, μάλλον, δεν θα ξαναγυρίσει…

“Θάρθω να σε πάρω μυστικά από το μπαμπά κι απ’ τη μαμά
και θα πάμε οι δυο μας στο Σκαραμαγκά.
Μέσα σε μια βαρκούλα απαλά ξεμοναχιασμένοι στ’ ανοιχτά
κάτω στ’ ακρογιάλι στο Σκαραμαγκά.

Έλα μικρούλα μου πάμε οι δυο αντάμα έλα και εσένανε θάχω πάντα ντάμα.
Έλα μικρούλα μου έλα εσύ κυρά μου κι όλα τα έξοδα είναι όλα δικά μου.
Μακρυά απ’ του κόσμου τη ματιά σφιχταγκαλιασμένοι οι δυο γλυκά
κάτω στ’ ακρογιάλι του Σκαραμαγκά.

Θα περάσει η μέρα μας καλά όλο με τραγούδια και χαρά
και με παιχνιδάκια στην ακρογιαλιά.
Ε καλέ σοφέρ στο Δαφνί μια στάση και τράβα γρήγορα και όποιος προφτάσει
έλα μικρούλα μου έλα εσύ κυρά μου κι όλα τα έξοδα είναι όλα δικά μου.

Κι όταν σουρουπώσει απαλά κι έχουμε γλεντήσει στα γερά
θάχεις πια χορτάσει χάδια και φιλιά.
Κι όταν θα γυρίσουμε ξανά κι αν περάσουνε χρόνια πολλά
πάντα θα θυμάσαι το Σκαραμαγκά.

Τράβα καλέ σοφέρ φρόνιμα και φίνα πάτα τη δεύτερη για την Ελευσίνα
έλα μικρούλα μου έλα εσύ κυρά μου κι όλα τα έξοδα είναι όλα δικά μου.”

Πηγή: ieidiseis.gr

Διαβάστε επίσης