Ο Ιούνιος του 1941 είναι από τους δυσκολότερους μήνες στην ιστορία της Κρήτης, όχι μόνο γιατί λίγες ημέρες πριν οι εισβολείς Γερμανοί έχουν παγιώσει τις θέσεις τους στο νησί, αλλά και μόλις αρχίζει μια εκστρατεία εκδίκησης με μαζικές εκτελέσεις και δολοφονίες αμάχων, αλλά ανυπόταχτων, Κρητικών.
Όταν στις 31 Μαΐου 1941 οι Γερμανοί ολοκληρώνοντας την από αέρος κατάληψη της Κρήτης διαπιστώνουν τις, απρόβλεπτα μεγάλες απώλειες τους, συνειδητοποιούν ότι για την κυριαρχία τους στη Μεγαλόνησο δεν θα αρκούσε η αποχώρηση των Σύμμαχων, αλλά και η υποταγή του Κρητικών. Η μαζική συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού στην αποτροπή της εισβολής, προκαλεί τον θάνατο χιλιάδων Γερμανών στρατιωτών, την ακύρωση κάθε παρόμοιας εισβολής στο μέλλον, αλλά και την οργή των κατακτητών. Η εντολή αντιποίνων του πρώτου διοικητή Κρήτης, πτέραρχου Κούρτ Στούντεντ είναι σαφής :εκτελέσεις χωρίς ειδικά δικαστήρια καταστροφές χωριών και επίδειξη ισχύος με την μέγιστη ταχύτητα και σκληρότητα.
Οι Γερμανοί προσπαθώντας να εμποδίσουν τις Συμμαχικές δυνάμεις που αποχωρούν μέσω του λιμανιού της Παλαιόχωρας, αποκόβοντας τους δρόμους ανεφοδιασμού τους αρχικά βομβαρδίζουν την Κάνδανο. Εν συνεχεία μονάδα τους υπό τον ταγματάρχη Σέτε κινείται οδικά προς το χωριό. Στις 21, 22 και 24 Μαΐου, η Κάνδανος και η ευρύτερη περιοχή Σελίνου μετατρέπονται σε πεδία αιματηρών συγκρούσεων. Οι εισβολείς έχουν πάνω από 70 νεκρούς, δεκάδες τραυματίες, ενώ αφήνουν πίσω τους σημαντικό οπλισμό που αξιοποιείται από τους, σχεδόν άοπλους, Κρητικούς. Στις 24 Μαΐου η κοινότητα Κανδάνου υπό τον πρόεδρο της Κωνσταντίνο Βαρδαλά λαμβάνει μια ιστορική απόφαση :αντίσταση με κάθε κόστος, παρά την επίγνωση του άτοπου αγώνα :“Δεν μπορούμε να τους υποδεχτούμε με σημαίες”.
Όταν λίγες ημέρες αργότερα οι Γερμανοί έχουν ολοκληρώσει την κατάληψη του λιμανιού της Παλαιόχωρας, ξεκινούν αντίποινα στις περιοχές που συνάντησαν την μεγαλύτερη αντίσταση. Στις 2 Ιουνίου 1941, μια μονάδα αλεξιπτωτιστών του 11ου Γερμανικού Σώματος Αεροπορίας κάνει την πρώτη “στάση θανάτου” στο χωριό Κοντομαρί, κάτοικοι του οποίου συμμετέχουν ενεργά στην απόκρουση της εισβολής. Φεύγοντας από το χωριό οι κατακτητές αφήνουν πίσω τους άγνωστο αριθμό εκτελεσθέντων, που ξεκινά από 23 θύματα και φτάνει μέχρι τα 60.
Εν συνεχεία, οι κατακτητές μη λησμονώντας την αντίσταση των κατοίκων της Κανδάνου, επιστρέφουν εκεί το βράδυ της 2ας Ιουνίου 1941 αρχικά βομβαρδίζοντας και εν συνεχεία περικυκλώνοντας την. Μπαίνοντας στο χωριό την επόμενη ημέρα το πρωί με επικεφαλής τον στρατηγό Λίμπερτ, καλούν με προκηρύξεις τους κατοίκους να επιστρέψουν στα σπίτια τους, ενώ μέσω μεγαφώνων μοιράζουν διαβεβαιώσεις ότι δεν θα πειράξουν κανέναν. Όταν διαπιστώνουν ότι οι εγγυήσεις τους δεν πείθουν τους κατοίκους, ο Γερμανός διοικητής, αφού χαιρετά ναζιστικά, διαβάζει μεγαλόφωνα την εντολή καταστροφής της Κανδάνου και εξόντωσης των κατοίκων της.
Τα τάγματα θανάτου με πολυβόλα που στήνονται περιμετρικά και εμπρηστικούς όλμους μετατρέπουν τον τόπο σε κόλαση. Δολοφονούν υπερήλικες άνδρες και γυναίκες που δεν μπόρεσαν να φύγουν, πυρπολούν και ανατινάζουν σπίτια, λεηλατούν καταστήματα και κατακρεουργούν ζώα. Το ολοκαύτωμα επιταχύνει το λάδι της χρονιάς που τρέχει στους δρόμους μετατρέποντας σπίτια και καταστήματα σε καιόμενη βάτο. Η ολική καταστροφή της Κανδάνου και η εν συνεχεία απαγόρευση κάθε ανοικοδόμησής της, αποτελεί μήνυμα παραδειγματισμού απέναντι στις επερχόμενες πράξεις αντίστασης στη Μεγαλόνησο.
Αποχωρώντας οι εισβολείς εκτός από θάνατο, καπνισμένα κτίρια και σωρούς ερειπίων, αφήνουν πίσω τους δύο μοναδικά διαχρονικά μνημεία βαρβαρότητας. Στις δύο εισόδους του μαρτυρικού χωριού, τοποθετούν αντίστοιχες πινακίδες στις οποίες επιβεβαιώνουν την αντίσταση ανδρών, γυναικών και ιερέων, λένε ψέματα για πισώπλατα κτυπημένου εισβολείς και περιγράφουν ανορθόγραφα τα “κατορθώματά” τους.
Η πρώτη πινακίδα γράφει: “Διά την κτηνώδη δολοφονία Γερμανών αλεξιπτωτιστών, αλπινιστών και του μηχανικού από άνδρες, γυναίκες, παιδιά και παπάδες μαζί και διότι ετόλμησαν να αντισταθούν κατά του μεγάλου Ράιχ κατεστράφη την 3/6/41 η Κάνδανος εκ θεμελίων διά να μην επανοικοδομηθεί πλέον ΠOTE”, ενώ η δεύτερη: “Ως αντίποινον των οπλισμένων πολιτών ανδρών και γυναικών εκ των όπισθεν δολοφονηθέντων Γερμανών στρατιωτών κατεστράφη η Κάνδανος”. Δύο χρόνια μετά, τοποθετείται και μια τρίτη που αναφέρει:“Εδώ υπήρχε η Κάνδανος, κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών Στρατιωτικών”.
Το Κοντομαρί και η Κάνδανος είναι τα πρώτα, αλλά όχι τα μοναδικά μαρτυρικά χωριά της Μεγαλονήσου. Μόνο μέσα στο καλοκαίρι του 1941, πάνω από 2.000 Κρητικοί θυσιάζονται στον αγώνα κατά του φασισμού, κάθε χωριό της Κρήτης θρηνεί τους δικούς του νεκρούς, ενώ όλοι έχουν να μιλήσουν για ιστορίες γερμανικής θηριωδίας. Π.χ μόνο στο χωριό Κακόπετρο, τον ίδιο μήνα, πέντε γυναίκες και ένα νήπιο δολοφονούνται μέσα στο σπίτι τους, ενώ στο ίδιο χωριό υπάρχει μητέρα που κάνει το τραπέζι, στους μετέπειτα δολοφόνους των τεσσάρων παιδιών της…
Η επέλαση φρίκης σε Κοντομαρί και Κάνδανο γίνεται από ομάδα αλεξιπτωτιστών υπό την ηγεσία του ανθυπολοχαγού της Luftwaffe, Horst Trebes, τη διαταγή του στρατηγού Kurt Student και αποτελεί την πρώτη μαζική εκτέλεση αμάχων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Student συλλαμβάνεται από τους Βρετανούς μετά το τέλος του πολέμου και τον Μάιο του 1947 προσάγεται ενώπιον βρετανικού δικαστηρίου με τις κατηγορίες της δολοφονίας και κακομεταχείρισης αιχμαλώτων πολέμου στην Κρήτη. Το αίτημα της Ελλάδας για έκδοσή του απορρίπτετε. Κρίνεται ένοχος για τις τρεις από τις οκτώ κατηγορίες και καταδικάζεται σε πέντε χρόνια φυλάκιση, αλλά ένα μόλις χρόνο μετά αποφυλακίζεται για ιατρικούς λόγους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Student δεν δικάζεται ποτέ για εγκλήματα εναντίον πολιτών σε Κοντομαρί και Κάνδανο…
Κι αν τα παραπάνω προκαλούν θλίψη και περηφάνια στους σημερινούς Κρητικούς, στους αντίστοιχους Γερμανούς πρέπει να προκαλούν διαχρονική ντροπή, αφού καμία από τις παραπάνω θηριωδίες, ούτε τιμωρήθηκε, ούτε, φυσικά, αποζημιώθηκε….
Πηγή: eleftherostypos.gr