ΓΣΕΕ: Η γέννηση, οι διεκδικήσεις και οι κόντρες

Ήταν 3 Νοεμβρίου 1918, όταν το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ σηματοδοτεί τη θεσμοθέτηση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Από το ξεκίνημά της υπήρξε πεδίο έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων αλλά και κυβερνητικών παρεμβάσεων για τον έλεγχό της!

Η πορεία της ΓΣΕΕ -και μέσω αυτής του συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα- είναι μια ιστορία γραμμένη με αίμα, αγώνες, κινητοποιήσεις, αλλά και διασπάσεις, με εμφύλιους συνδικαλιστικούς πολέμους. Η ίδρυση της ΓΣΕΕ δεν είναι αποτέλεσμα παρθενογένεσης, αλλά κατάληξη μιας μακράς πορείας εργατικών αγώνων μέσα σε ιδιαίτερα αφιλόξενο πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον. Τo Σύνταγμα του 1864, παρότι δίνει στους εργαζομένους το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, ξεχνά αυτό της απεργίας, αφού άλλωστε τότε η εργατική τάξη είναι στο πρώιμο στάδιο δημιουργίας της.

Η πρώτη απεργία

Το πρώτο εργατικό σωματείο δημιουργείται δεκαπέντε χρόνια μετά, το 1879 (ναυπηγοξυλουργοί Σύρου). Επιδιώκει την υπέρβαση του υπάρχοντος συνταγματικού πλαισίου, κηρύσσοντας την πρώτη απεργία στον ελλαδικό χώρο, διαμαρτυρόμενο για τη μεγάλη κρίση που μαστίζει τον κλάδο.

(Η γυναικεία εργασία στην Ελλάδα αποτελούν τα πρώτα πεδία διεκδίκησης του εργατικού κινήματος στη χώρα.)

Τα επόμενα χρόνια ο κοινωνικός ιστός της χώρας αλλάζει σταδιακά, αφού η αστικοποίηση δημιουργεί μία νέα εργατική τάξη, με πολλές υποχρεώσεις και ελάχιστα δικαιώματα έναντι της εργοδοσίας. Οι απεργίες των μεταλλωρύχων σε Αθήνα, Πειραιά και Λαύριο το 1882-1883, οργανώνονται χωρίς την καθοδήγηση επίσημου συνδικαλιστικού φορέα. Τα αρχικά αιτήματα μιλούν για καθιέρωση 10ωρης εργασίας, ιατρική περίθαλψη και πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων.

Ιδιαίτερης βαρύτητας για το εργατικό κίνημα είναι η ίδρυση της «Φεντερασιόν» («Federation»), το 1908 στη Θεσσαλονίκη, που τότε αποτελεί επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και κατοικείται από Έλληνες, Ισραηλίτες, Σέρβους και άλλες εθνικότητες. Σε αυτό το περιβάλλον, ο Αβραάμ Μπεναρόγιας δημιουργεί έναν πολύ ισχυρό πολιτικό και συνδικαλιστικό πυρήνα, όπου μέσα από αυτόν στελεχώνεται και διαμορφώνεται πολιτικά η κυρίαρχη αντίληψη του συνδικαλιστικού χώρου.

Η δημιουργία, το 1910, στην Αθήνα μιας κεντρικής οργάνωσης των εργατικών σωματείων, με τη βοήθεια της κυβέρνησης Βενιζέλου, δίνει σε αυτά νέα δυναμική, αφού μέχρι τότε εκείνα λειτουργούν κυρίως ως φιλανθρωπικοί και αλληλοβοηθητικοί φορείς. Παράλληλα, όμως, νομιμοποιεί τον κρατικό έλεγχο του συνδικαλισμού χρησιμοποιώντας το Σύνταγμα του 1864. Έτσι οι κυβερνήσεις Βενιζέλου, στο πλαίσιο του φιλελεύθερου αστικού εκσυγχρονισμού του κράτους, θεωρείται ότι προώθησαν τον συνδικαλισμό με τον νόμο του 1914 «περί σωματείων» και βοήθησαν στην ίδρυση της ΓΣΕΕ, επιδιώκοντας, όμως, η δράση τους να μην ξεπερνάει τα όρια του αστικού καθεστώτος.

(Η παιδική εργασία στην Ελλάδα αποτελούν τα πρώτα πεδία διεκδίκησης του εργατικού κινήματος στη χώρα.)

Η ίδρυση της ΓΣΕΕ συνοδεύτηκε με την ίδρυση και μιας σειράς ομοσπονδιών, όπως Υποδηματεργατών, Αρτεργατών κ.ά. Είχαν προηγηθεί άλλες τρεις αποτυχημένες προσπάθειες για συνένωση των εργατικών οργανώσεων της χώρας σε μια κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση. Η πρώτη έγινε το 1911 από το Εργατικό Κέντρο Αθήνας (ιδρύθηκε το 1910), η δεύτερη το 1914 με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και μια τρίτη έγινε το 1916 από το Εργατικό Κέντρο Πειραιά (ιδρύθηκε το 1912).

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία και την δημιουργία του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους μεγάλης κλίμακας στην παγκόσμια ιστορία, το πολιτικοκοινωνικό κλίμα είναι πλέον κατάλληλο ώστε το συνδικαλιστικό κίνημα να μπει σε νέες βάσεις, για ν’ αντιμετωπίσει ενωμένο την τραγική εργασιακή πραγματικότητα τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα. 

Η καθοριστική προσπάθεια ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1918 από τα Εργατικά Κέντρα Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης και το αθηναϊκό συνδικάτο «Πρόοδος». Από την πρώτη στιγμή οι συνδικαλιστές του Πειραιά διεκδίκησαν τα πρωτεία, καθώς όπως φαίνεται και από την απογραφή εργατών Αθηνών-Πειραιώς του 1917, ήταν η μεγαλύτερη εργατούπολη με 30.746 εργάτες, που αντιστοιχούσαν στο 29,5% του συνολικού πληθυσμού.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου όχι μόνο δεν είναι αρνητική στην ενοποίηση των εργατικών σωματείων, αλλά βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση, αφού αυτό εξυπηρετεί και τα δικά της συμφέροντα. Η καλή εικόνα της χώρας προς την Ευρώπη και η εργασιακή ειρήνη με έλεγχο του συνδικαλισμού στο εσωτερικό, ώστε να ρίξει βάρος στην εξωτερική πολιτική, είναι δύο μόνο από τους λόγους που ο Βενιζέλος ακολουθεί πολιτική ομαλοποίησης με τα εργατικά συνδικάτα. Αυτό ξεκινά με την ψήφιση κάποιων φιλεργατικών μέτρων, όπως καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας, αναγνώριση εργατικών συλλογικών συμβάσεων και εργατικών ομοσπονδιών και εκπόνηση σχεδίου γενικής ασφάλισης.

Τελικά, το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ πραγματοποιείται από τις 21 μέχρι και τις 28 Οκτωβρίου 1918 (3-10 Νοεμβρίου 1918, με το νέο ημ.). Ξεκίνησε στο Βασιλικό (Εθνικό) Θέατρο, στην Αθήνα και συνεχίστηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.  Σε αυτό συμμετέχουν 44 σωματεία με 182 αντιπροσώπους περίπου 60.000 χιλιάδων εργαζομένων και διαθέτει όλο το πλαίσιο των επόμενων συνεδρίων: ένταση, διαφωνίες, αποχωρήσεις και ιδεολογικές διαμάχες. Σε αυτό συζητούνται αρκετά εργασιακά αιτήματα, όπως ασφάλιση όλων των εργαζομένων, ωράρια και αμοιβές, συνδικαλιστικές ελευθερίες, δικαιώματα εργαζόμενων γυναικών και ανηλίκων και ψήφιση θεσμικού πλαισίου.

(Αβραάμ Μπεναρόγιας: Από τους βασικούς συντελεστές της «Federation» στη Θεσσαλονίκη και πρωτεργάτης στην ίδρυση της ΓΣΕΕ.)

Τάσεις

Όμως, ενώ στις εργασιακές διεκδικήσεις οι θέσεις των συνέδρων είναι κοινές, στον ιδεολογικό τομέα οι διαφορές είναι τεράστιες και άλυτες μέχρι σήμερα. Από το ξεκίνημα του συνεδρίου διαφαίνονται οι τάσεις που θα διαμορφώσουν την τελική απόφαση.

Η πρώτη εκφραζόταν από την ομάδα του Μαχαίρα, ή το «κόμμα» των Πειραιωτών, όπως λεγόταν. «Ένας συρφετός ακαθόριστος», κατά τον Μπεναρόγια. Συμμετείχαν οι περισσότεροι αντιπρόσωποι του Πειραιά, λιμενεργάτες και αρκετοί αντιπρόσωποι νησιών. Υποστήριζαν ότι τα σωματεία πρέπει να μείνουν μακριά από κάθε πολιτική και ήταν κατά της αρχής της πάλης των τάξεων.

Η δεύτερη τάση, των «Αθηναίων», υποστήριζε ότι ο αγώνας για τη βελτίωση των όρων ζωής της εργατικής τάξης δεν έπρεπε να συνδέεται με πολιτικά ζητήματα. Σ’ αυτή συμμετείχαν εκπρόσωποι του Εργατικού Κέντρου Αθήνας και ορισμένοι από κέντρα της Πελοποννήσου.

Η τρίτη τάση και η ισχυρότερη ήταν η σοσιαλιστική. Εκφραζόταν κυρίως από τους αντιπροσώπους του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης αλλά και άλλων σωματείων. Υποστήριζε ότι η εργατική τάξη είναι αντίπαλη της αστικής και πως δεν πρέπει να ενδιαφέρεται μόνο για τη διεκδίκηση των άμεσων αιτημάτων αλλά να τα συνδέει με τη γενική πάλη για την ανατροπή της εξουσίας.

Η τέταρτη τάση ήταν ομάδα  που συνεργαζόταν με τους σοσιαλιστές, αποτελώντας τη δεξιά πτέρυγά τους. Υπήρχε και μία πέμπτη ομάδα, όχι τόσο σημαντική, που την αποτελούσαν οι αναρχοσυνδικαλιστές

 

(Φωτογραφία από το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ στον Πειραιά, με το… μουστάκι να είναι «υποχρεωτικό» για όλους…)

Οι εντονότερες συγκρούσεις αυτών των ομάδων αφορούν στα σημεία του καταστατικού που αναφέρονται σε «πάλη των τάξεων» και σε συνδικαλισμό «έξω από κάθε αστικήν και πολιτικήν τάξιν». Τελικά, με συντριπτική πλειοψηφία 158 υπέρ και 21 κατά, στο καταστατικό περνούν ως αρχή της ΓΣΕΕ και οι δύο σοσιαλιστικές θέσεις, δηλαδή η “πάλη των τάξεων” “έξω από κάθε αστική επιρροή”, γεγονός που αποτέλεσε νίκη ιστορικής σημασίας, όχι μόνο για τους σοσιαλιστές, αλλά και για το σύνολο της εργατικής τάξης. Όμως, παρά τη μεγάλη σοσιαλιστική πλειοψηφία των συνέδρων, τη διοίκηση κερδίζουν οι φιλοκυβερνητικοί και έτσι πρώτος πρόεδρος της ΓΣΕΕ εκλέγεται ο μετέπειτα βουλευτής των Φιλελευθέρων, Εμμανουήλ Μαχαίρας.

Εξάλλου, μόλις λίγους μήνες από την ίδρυση της ΓΣΕΕ, τον Οκτώβριο (Νοέμβριο με το νέο ημερολόγιο) του 1918, έγινε η πρώτη μεγάλη ρήξη, με αφορμή τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς. Τότε, η πλειοψηφία των έξι μελών της διοίκησης, υπό τον ακραιφνή «Βενιζελικό» Εμμαν. Μαχαίρα, καθαίρεσε «πραξικοπηματικά» τα άλλα πέντε μέλη της διοίκησης, τους σοσιαλιστές, από τους οποίους η κυβέρνηση Βενιζέλου συνέλαβε τους τέσσερις (ένας διέφυγε) και τους εξόρισε στη Φολέγανδρο.  Μετά τα γεγονότα της Πρωτομαγιάς του 1919 και τις απεργίες που ακολούθησαν για την απελευθέρωση των εξόριστων συνδικαλιστών, οι «Βενιζελικοί» θα χάσουν την πλειοψηφία στη ΓΣΕΕ και δεν θα την αποκτήσουν ξανά παρά μόνο μετά το 1929. Εξάλλου, παρά τις διώξεις, οι σοσιαλιστές και τα συνειδητά εργατικά στελέχη κρατήσανε τα πόστα τους μέσα στα συνδικάτα και με την εμπιστοσύνη των εργατών προωθούσαν ολοένα και σταθερότερα τους επαγγελματικούς αγώνες.

Για ιστορικούς λόγους αξίζει να αναφέρουμε τα κυριότερα άρθρα του καταστατικού που ψηφίζεται στο πρώτο συνέδριο, ώστε να κατανοήσουμε το εργασιακό κλίμα της εποχής:

1) Σκοπός της Ομοσπονδίας είναι ο συνασπισμός των εργατών όλης της χώρας διά την υπεράσπιση των συμφερόντων αυτών και την ηθικήν και υλικήν ανάπτυξίν των.

2) Η ένωσις των εργατών έξω από την αστικήν πολιτικήν τάσιν, εις μιαν ενιαίαν δύναμιν με συνείδησιν της πάλης των τάξεων διά την κατάργησιν παντός είδους εκμεταλλεύσεως.

3) Μόρφωσις των εργατών, αφύπνισις αυτών και συμμετοχή των εις την απελευθερωτικήν κίνησην των εργατών όλης της χώρας.

4) Βελτίωσις των συνθηκών της εργασίας, περιορισμός των εργασίμων ωρών, υποχρεωτική Κυριακή αργία, βελτίωσις υγιεινής καταστάσεως και καθορισμός ενός κατωτάτου ορίου αμοιβής.

Διαβάστε επίσης